ἀνύβριστα

ἀνύβριστα
ἀνύβριστος
not insulted
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανύβριστος — ἀνύβριστος, ον (AM) αυτός που δεν υβρίζεται ή δεν πρέπει να υβρίζεται («ἀνύβριστος τελευτή», Πλουτ. «...ἐμίανας τὰ ἱερὰ τοῡ ναοῡ σκεύη καὶ ὕβρισας τὰ ἀνύβριστα», Μανασσής) αρχ. όποιος δεν είναι υβριστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”